μιαντικός: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_11) |
(25) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μιαντικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μιαίνειν, Ψευδο-Ἰγνάτ. 1277Α. | |lstext='''μιαντικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μιαίνειν, Ψευδο-Ἰγνάτ. 1277Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μιαντικός]], -ή, -όν (Α) [[μιαντός]]<br />αυτός που μπορεί να μιάνει. | |||
}} | }} |