μαρυκισμός: Difference between revisions
From LSJ
(24) |
(No difference)
|
Revision as of 07:27, 29 September 2017
Greek Monolingual
μαρυκισμός, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μηρυκισμός.
(24) |
(No difference)
|
μαρυκισμός, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μηρυκισμός.