μεσόμακρος: Difference between revisions
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
(6_20) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσόμακρος''': ποὺς τῇ μετρ. ἐκ δύο βραχειῶν καὶ μακρᾶς καὶ δύο βραχειῶν, χρόνων ἕξ, Diomed. ἐν Gram. Λατ. de Keil. I, σ. 481. | |lstext='''μεσόμακρος''': ποὺς τῇ μετρ. ἐκ δύο βραχειῶν καὶ μακρᾶς καὶ δύο βραχειῶν, χρόνων ἕξ, Diomed. ἐν Gram. Λατ. de Keil. I, σ. 481. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεσόμακρος]], -ον (Α)<br />(στη [[μετρική]]) [[μετρικός]] [[πόδας]] έξι χρόνων, που αποτελείται από δύο βραχείες, μία μακρά και δύο βραχείες συλλαβές, δηλ. ∪∪-∪∪.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μακρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with a long syllable in the middle, name of the foot, Diom.p.481 K.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόμακρος: ποὺς τῇ μετρ. ἐκ δύο βραχειῶν καὶ μακρᾶς καὶ δύο βραχειῶν, χρόνων ἕξ, Diomed. ἐν Gram. Λατ. de Keil. I, σ. 481.
Greek Monolingual
μεσόμακρος, -ον (Α)
(στη μετρική) μετρικός πόδας έξι χρόνων, που αποτελείται από δύο βραχείες, μία μακρά και δύο βραχείες συλλαβές, δηλ. ∪∪-∪∪.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + μακρός.