λαμπάδιος: Difference between revisions

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
(eksahir)
(22)
Line 12: Line 12:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[portador de antorcha]]
|esgtx=[[portador de antorcha]]
}}
{{grml
|mltxt=[[λαμπάδιος]], -ία, -ον (Α) [[λαμπάς]]<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει [[λαμπάδα]], [[λαμπαδηφόρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει σε [[λαμπάδα]] («λαμπαδίῳ πυρὶ τὸν ὅλον ἐδόκει καταλάμπεσθαι», Ηλιόδ.).
}}
}}

Revision as of 07:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπᾰδιος Medium diacritics: λαμπάδιος Low diacritics: λαμπάδιος Capitals: ΛΑΜΠΑΔΙΟΣ
Transliteration A: lampádios Transliteration B: lampadios Transliteration C: lampadios Beta Code: lampa/dios

English (LSJ)

α, ον,

   A torch-bearing, epith. of the moon-goddess, PMag.Par.1.2557.    2 of a torch, πῦρ Hld.1.18 codd. λαμπᾰδ-ιστής, οῦ, ὁ, runner in torch-race, τὸ κοινὸν τῶν λ. SIG1068.2 (Patmos, iii/ii B. C.), cf. 671 A10 (Delph., ii B. C.); subject of painting by Pyrrho, D.L.9.62.    II λ. ἀγών, = λαμπαδηφορία, Sch.Ar.Ra.131.

Spanish

portador de antorcha

Greek Monolingual

λαμπάδιος, -ία, -ον (Α) λαμπάς
1. αυτός που φέρει λαμπάδα, λαμπαδηφόρος
2. αυτός που ανήκει σε λαμπάδα («λαμπαδίῳ πυρὶ τὸν ὅλον ἐδόκει καταλάμπεσθαι», Ηλιόδ.).