λάξαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
(6_4)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάξαι''': «λακτίσαι» Ἡσύχ. ― λάξεσθαι· «κληρώσεσθαι» ὁ αὐτ.
|lstext='''λάξαι''': «λακτίσαι» Ἡσύχ. ― λάξεσθαι· «κληρώσεσθαι» ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λάξαι]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λακτίσαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαξ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαξ</i>). Ο τ. συνδέεται με το [[λακτίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λάξαι: «λακτίσαι» Ἡσύχ. ― λάξεσθαι· «κληρώσεσθαι» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

λάξαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λακτίσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαξ- (πρβλ. λαξ). Ο τ. συνδέεται με το λακτίζω.