λάξαι

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek (Liddell-Scott)

λάξαι: «λακτίσαι» Ἡσύχ. ― λάξεσθαι· «κληρώσεσθαι» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

λάξαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λακτίσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαξ- (πρβλ. λαξ). Ο τ. συνδέεται με το λακτίζω.