λιθοτέκτων: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(6_19)
(23)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθοτέκτων''': -ονος, ὁ, [[λιθοδόμος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ.
|lstext='''λῐθοτέκτων''': -ονος, ὁ, [[λιθοδόμος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιθοτέκτων]], -ονος, ὁ (Α)<br />[[λιθοδόμος]], [[κτίστης]].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 46] ονος, ὁ, Schol. Il. 4, 110 = λιθοδόμος.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοτέκτων: -ονος, ὁ, λιθοδόμος, Σχόλ. εἰς Ἰλ.

Greek Monolingual

λιθοτέκτων, -ονος, ὁ (Α)
λιθοδόμος, κτίστης.