λινόσπερμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
(6_23)
(23)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνόσπερμα''': καὶ λῐνόσπερμον, τό, «λινόσπορος», Γαλην. VI, 331Ε, κλ.
|lstext='''λῐνόσπερμα''': καὶ λῐνόσπερμον, τό, «λινόσπορος», Γαλην. VI, 331Ε, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λινόσπερμα]], τὸ (ΑM)<br />[[λιναρόσπορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[σπέρμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπείρω]])].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 49] ατος, τό, = Folgdm, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόσπερμα: καὶ λῐνόσπερμον, τό, «λινόσπορος», Γαλην. VI, 331Ε, κλ.

Greek Monolingual

λινόσπερμα, τὸ (ΑM)
λιναρόσπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + σπέρμα (< σπείρω)].