λικροί: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
(6_15)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λικροί''': οἱ, οἱ ὄζοι, [[ἤτοι]] κλάδοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Ἡσύχ.
|lstext='''λικροί''': οἱ, οἱ ὄζοι, [[ἤτοι]] κλάδοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λικροί]] και [[λεκροί]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. [[λέχριος]]].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λικροί Medium diacritics: λικροί Low diacritics: λικροί Capitals: ΛΙΚΡΟΙ
Transliteration A: likroí Transliteration B: likroi Transliteration C: likroi Beta Code: likroi/

English (LSJ)

οἱ ὔζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Hsch. (also λεκροί Id.). λίκτης, ου, ὁ, (λείχω)

   A one that licks, Gloss. (better λείκτης).

Greek (Liddell-Scott)

λικροί: οἱ, οἱ ὄζοι, ἤτοι κλάδοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λικροί και λεκροί (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. λέχριος].