λικροί: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
(6_15) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λικροί''': οἱ, οἱ ὄζοι, [[ἤτοι]] κλάδοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Ἡσύχ. | |lstext='''λικροί''': οἱ, οἱ ὄζοι, [[ἤτοι]] κλάδοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λικροί]] και [[λεκροί]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. [[λέχριος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
οἱ ὔζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Hsch. (also λεκροί Id.). λίκτης, ου, ὁ, (λείχω)
A one that licks, Gloss. (better λείκτης).
Greek (Liddell-Scott)
λικροί: οἱ, οἱ ὄζοι, ἤτοι κλάδοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λικροί και λεκροί (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. λέχριος].