λίβρα: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(23)
(No difference)

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
η
εμπορική μονάδα βάρους, η οποία διαφέρει κατά τόπους και εποχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libra «λίτρα, ζυγός»].———————— (II)
λίβρα, ἡ (Μ)
είδος παλαιού γαλλικού νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. livre, παλαιά γαλλ. νομισματική μονάδα].