(23) |
(No difference)
|
(I)
η
εμπορική μονάδα βάρους, η οποία διαφέρει κατά τόπους και εποχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libra «λίτρα, ζυγός»].———————— (II)
λίβρα, ἡ (Μ)
είδος παλαιού γαλλικού νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. livre, παλαιά γαλλ. νομισματική μονάδα].