λίβρα

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

(I)
η
εμπορική μονάδα βάρους, η οποία διαφέρει κατά τόπους και εποχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libra «λίτρα, ζυγός»].
(II)
λίβρα, ἡ (Μ)
είδος παλαιού γαλλικού νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. livre, παλαιά γαλλ. νομισματική μονάδα].