λοξοεργώ: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(23)
(No difference)

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek Monolingual

λοξοεργῶ, -έω (Μ)
εργάζομαι λοξά ή κάνω κακές πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + -εργῶ (< -εργός < ἔργον), πρβλ. λιν-εργώ, συν-εργώ].