λοξοεργώ

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

λοξοεργῶ, -έω (Μ)
εργάζομαι λοξά ή κάνω κακές πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + -εργῶ (< -εργός < ἔργον), πρβλ. λινεργώ, συνεργώ].