λωρίον: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(6_22)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λωρίον''': τό, ὡς καὶ νῦν «λωρί», Μαυρίκ. 1, 2, Μαλαλ. 89, 7, Λέοντος Τακτ. 5, 4, κτλ.
|lstext='''λωρίον''': τό, ὡς καὶ νῦν «λωρί», Μαυρίκ. 1, 2, Μαλαλ. 89, 7, Λέοντος Τακτ. 5, 4, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λωρίον]], τὸ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[λουρί]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λωρίον: τό, ὡς καὶ νῦν «λωρί», Μαυρίκ. 1, 2, Μαλαλ. 89, 7, Λέοντος Τακτ. 5, 4, κτλ.

Greek Monolingual

λωρίον, τὸ (Μ)
βλ. λουρί.