λυχνικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(6_11)
 
(23)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λυχνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς λύχνους, λυχνικ. ψαλμοὶ καὶ προσευχαί, ἑσπερινοὶ ψαλμοὶ καὶ προσευχαί, Ἐπιφαν. ΙΙ, 829A, κλ.· ― ὡς οὐσιαστ. λυχνικόν, τό, ἡ ὥρα, καθ’ ἣν ἀνάπτονται οἱ λύχνοι ἐν τῷ ναῷ κατὰ τὸν ἑσπερινόν, Λατ. hora lucernaris, ὅτε ψάλλεται ὁ προοιμιακὸς [[ψαλμός]], Παλλαδ. Λαυσ. 1100Β, Κύριλλ. Σκυθ. ἐν Βίῳ Σάβ. 325A, κλ.
|lstext='''λυχνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς λύχνους, λυχνικ. ψαλμοὶ καὶ προσευχαί, ἑσπερινοὶ ψαλμοὶ καὶ προσευχαί, Ἐπιφαν. ΙΙ, 829A, κλ.· ― ὡς οὐσιαστ. λυχνικόν, τό, ἡ ὥρα, καθ’ ἣν ἀνάπτονται οἱ λύχνοι ἐν τῷ ναῷ κατὰ τὸν ἑσπερινόν, Λατ. hora lucernaris, ὅτε ψάλλεται ὁ προοιμιακὸς [[ψαλμός]], Παλλαδ. Λαυσ. 1100Β, Κύριλλ. Σκυθ. ἐν Βίῳ Σάβ. 325A, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λυχνικός]], -ή, -όν) [[λύχνος]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυχνικό</i>(<i>ν</i>)<br />σύντομη [[ακολουθία]] εσπερινού με ειδικές ευχές και ύμνους για την [[ευλογία]] τών λύχνων και τών φώτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λύχνο ή στη [[λυχνία]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στην ώρα του εσπερινού.
}}
}}

Latest revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λυχνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς λύχνους, λυχνικ. ψαλμοὶ καὶ προσευχαί, ἑσπερινοὶ ψαλμοὶ καὶ προσευχαί, Ἐπιφαν. ΙΙ, 829A, κλ.· ― ὡς οὐσιαστ. λυχνικόν, τό, ἡ ὥρα, καθ’ ἣν ἀνάπτονται οἱ λύχνοι ἐν τῷ ναῷ κατὰ τὸν ἑσπερινόν, Λατ. hora lucernaris, ὅτε ψάλλεται ὁ προοιμιακὸς ψαλμός, Παλλαδ. Λαυσ. 1100Β, Κύριλλ. Σκυθ. ἐν Βίῳ Σάβ. 325A, κλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λυχνικός, -ή, -όν) λύχνος
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυχνικό(ν)
σύντομη ακολουθία εσπερινού με ειδικές ευχές και ύμνους για την ευλογία τών λύχνων και τών φώτων
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λύχνο ή στη λυχνία
2. αυτός που αναφέρεται στην ώρα του εσπερινού.