μαγείραινα: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(6_10) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰγείραινα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[μάγειρος]], Φερεκρ. ἐν «Ἰπνῷ» 1, Σχόλ. Λυκόφρ. 578. | |lstext='''μᾰγείραινα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[μάγειρος]], Φερεκρ. ἐν «Ἰπνῷ» 1, Σχόλ. Λυκόφρ. 578. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαγείραινα]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μάγειρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, fem. of
A μάγειρος, οὐδεὶς . . μαγείραιναν εἶδε πώποτε Pherecr.64.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγείραινα: ἡ, θηλ. τοῦ μάγειρος, Φερεκρ. ἐν «Ἰπνῷ» 1, Σχόλ. Λυκόφρ. 578.
Greek Monolingual
μαγείραινα, ἡ (Α)
βλ. μάγειρος.