μαστώδης: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(6_7) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαστώδης''': -ες, = [[μαστοειδής]], Γλωσσ. | |lstext='''μαστώδης''': -ες, = [[μαστοειδής]], Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[μαστώδης]], -ῶδες) [[μαστός]]<br />αυτός που μοιάζει με μαστό [[κατά]] το [[σχήμα]], [[μαστοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A = μαστοειδής, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μαστώδης: -ες, = μαστοειδής, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ες (Α μαστώδης, -ῶδες) μαστός
αυτός που μοιάζει με μαστό κατά το σχήμα, μαστοειδής
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς.