θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
μοργίας, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «λαιμαργία».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αιολ. τ. ενός αμάρτυρου μαργία (πρβλ. μάργος, γαστριμαργία)].