μισοπαθής: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(25)
(No difference)

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Greek Monolingual

μισοπαθής, -ές (Α)
αυτός που μισεί τα πάθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -παθής(< πάθος), πρβλ. φιλο-παθής].