ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
μοναχοῡ (Α)επίρρ. σε έναν μόνον τόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος, επίρρ. σχηματισμένο με εκφραστικό δασύ σύμφωνο -χ- (πρβλ. αλλαχού)].