μονόβιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(25) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόβιος''': ὁ, ἡ, ὁ ζῶν βίον μονήρη, [[μονήρης]], «μὴ θέλε [[ἀμφίβιος]] [[εἶναι]] ὁ κυρώσας [[μονόβιος]] [[εἶναι]]» Εὐστ. Πονημάτ. 241, 15. | |lstext='''μονόβιος''': ὁ, ἡ, ὁ ζῶν βίον μονήρη, [[μονήρης]], «μὴ θέλε [[ἀμφίβιος]] [[εἶναι]] ὁ κυρώσας [[μονόβιος]] [[εἶναι]]» Εὐστ. Πονημάτ. 241, 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο και η (Μ μονόθιος)<br />αυτός που ζει μοναχικό βίο, ο [[μονήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τα ζώα) αυτός που ζει [[κατά]] μόνας ή [[κατά]] ζεύγη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 202] allein lebend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μονόβιος: ὁ, ἡ, ὁ ζῶν βίον μονήρη, μονήρης, «μὴ θέλε ἀμφίβιος εἶναι ὁ κυρώσας μονόβιος εἶναι» Εὐστ. Πονημάτ. 241, 15.
Greek Monolingual
ο και η (Μ μονόθιος)
αυτός που ζει μοναχικό βίο, ο μονήρης
νεοελλ.
(για τα ζώα) αυτός που ζει κατά μόνας ή κατά ζεύγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + βίος.