νεκροπρεπής: Difference between revisions
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
(6_7) |
(26) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεκροπρεπής''': -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς νεκρόν, [[μνῆμα]] Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 290Β. - Ἐπίρρ. νεκροπρεπῶς, κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα νεκρῷ, Ψευδο-Γρηγ. Ναζ. IV, 306Α, κλ. | |lstext='''νεκροπρεπής''': -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς νεκρόν, [[μνῆμα]] Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 290Β. - Ἐπίρρ. νεκροπρεπῶς, κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα νεκρῷ, Ψευδο-Γρηγ. Ναζ. IV, 306Α, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεκροπρεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που αρμόζει στους νεκρούς («νεκροπρεπὲς [[μνῆμα]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεκροπρεπῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που αρμόζει σε νεκρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιερο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>πρεπής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
νεκροπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς νεκρόν, μνῆμα Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 290Β. - Ἐπίρρ. νεκροπρεπῶς, κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα νεκρῷ, Ψευδο-Γρηγ. Ναζ. IV, 306Α, κλ.
Greek Monolingual
νεκροπρεπής, -ές (Α)
αυτός που αρμόζει στους νεκρούς («νεκροπρεπὲς μνῆμα», Γρηγ. Ναζ.)
επίρρ...
νεκροπρεπῶς (Α)
με τρόπο που αρμόζει σε νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ιερο-πρεπής, μεγαλο-πρεπής].