νεκροπρεπής

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek (Liddell-Scott)

νεκροπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς νεκρόν, μνῆμα Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 290Β. - Ἐπίρρ. νεκροπρεπῶς, κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα νεκρῷ, Ψευδο-Γρηγ. Ναζ. IV, 306Α, κλ.

Greek Monolingual

νεκροπρεπής, -ές (Α)
αυτός που αρμόζει στους νεκρούς («νεκροπρεπὲς μνῆμα», Γρηγ. Ναζ.)
επίρρ...
νεκροπρεπῶς (Α)
με τρόπο που αρμόζει σε νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ιεροπρεπής, μεγαλοπρεπής].