νάννη: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
(6_4)
(26)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''νάννη''': «μητρὸς ἀδελφὴ» Ἡσύχ., ἴδε [[νέννος]].
|lstext='''νάννη''': «μητρὸς ἀδελφὴ» Ἡσύχ., ἴδε [[νέννος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νάννη]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μητρὸς [[ἀδελφή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του <i>νάννα</i>].
}}
}}

Revision as of 11:56, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 228] ἡ, = νέννα, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νάννη: «μητρὸς ἀδελφὴ» Ἡσύχ., ἴδε νέννος.

Greek Monolingual

νάννη, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μητρὸς ἀδελφή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του νάννα].