μουσοτόκος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
(6_10)
 
(26)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μουσοτόκος''': ἡ, ἡ τὰς μούσας τεκοῦσα, μεταγεν.
|lstext='''μουσοτόκος''': ἡ, ἡ τὰς μούσας τεκοῦσα, μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[μουσοτόκος]], ἡ (Α)<br />[[μητέρα]] τών Μουσών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-[[τόκος]].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μουσοτόκος: ἡ, ἡ τὰς μούσας τεκοῦσα, μεταγεν.

Greek Monolingual

μουσοτόκος, ἡ (Α)
μητέρα τών Μουσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θεο-τόκος.