Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουσοτόκος

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek (Liddell-Scott)

μουσοτόκος: ἡ, ἡ τὰς μούσας τεκοῦσα, μεταγεν.

Greek Monolingual

μουσοτόκος, ἡ (Α)
μητέρα τών Μουσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θεοτόκος.