νεκταρόχυμος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(6_18)
 
(26)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκταρόχυμος''': -ον, ὁ ἔχων χυμὸν νέκταρος, [[ὀπώρα]] Κ. Μανασσ. Χρον. 190.
|lstext='''νεκταρόχυμος''': -ον, ὁ ἔχων χυμὸν νέκταρος, [[ὀπώρα]] Κ. Μανασσ. Χρον. 190.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεκταρόχυμος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει χυμό σαν [[νέκταρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκταρ]], -<i>αρος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χυμός]]), <b>πρβλ.</b> <i>γλυκύ</i>-<i>χυμος</i>, [[κακό]]-<i>χυμος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:57, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νεκταρόχυμος: -ον, ὁ ἔχων χυμὸν νέκταρος, ὀπώρα Κ. Μανασσ. Χρον. 190.

Greek Monolingual

νεκταρόχυμος, -ον (Μ)
αυτός που έχει χυμό σαν νέκταρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, -αρος + -χυμος (< χυμός), πρβλ. γλυκύ-χυμος, κακό-χυμος].