νεκταρόχυμος

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek (Liddell-Scott)

νεκταρόχυμος: -ον, ὁ ἔχων χυμὸν νέκταρος, ὀπώρα Κ. Μανασσ. Χρον. 190.

Greek Monolingual

νεκταρόχυμος, -ον (Μ)
αυτός που έχει χυμό σαν νέκταρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, -αρος + -χυμος (< χυμός), πρβλ. γλυκύ-χυμος, κακό-χυμος].