ναυπηγώ: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(26)
(No difference)

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Greek Monolingual

(Α ναυπηγῶ, -έω) ναυπηγός
κατασκευάζω πλοία («ἐναυπηγοῡντο νεῶν στόλον», Θουκ.)
αρχ.
(το μέσ.) ναυπηγοῡμαι, -έομαι
(μτφ) επινοώ, μηχανώμαι.