κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
(Α ναυπηγῶ, -έω) ναυπηγόςκατασκευάζω πλοία («ἐναυπηγοῦν το νεῶν στόλον», Θουκ.)αρχ.(το μέσ.) ναυπηγοῦμαι, -έομαι(μτφ) επινοώ, μηχανώμαι.