ναυπηγώ

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

(Α ναυπηγῶ, -έω) ναυπηγός
κατασκευάζω πλοία («ἐναυπηγοῦν το νεῶν στόλον», Θουκ.)
αρχ.
(το μέσ.) ναυπηγοῦμαι, -έομαι
(μτφ) επινοώ, μηχανώμαι.