ξιφίδα: Difference between revisions

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535
(27)
(No difference)

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Greek Monolingual

και ξιφίς, η
μικρό εγχειρίδιο με λαβή και με κοντή, αιχμηρή και αμφίστομη συνήθως λεπίδα, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι και οι ιππότες κατά τον μεσαίωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + κατάλ. -ις -ίδα (πρβλ. λεπ-ίδα)].