Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νωτοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(6_4)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νωτοφύλαξ''': -ακος, ὁ, = [[ὀπισθοφύλαξ]], ἔμειναν δὲ τῇ παρασκευῇ νωτοφύλακες καβαλλάριοι Χρον. Πασχάλ. 725. 16.
|lstext='''νωτοφύλαξ''': -ακος, ὁ, = [[ὀπισθοφύλαξ]], ἔμειναν δὲ τῇ παρασκευῇ νωτοφύλακες καβαλλάριοι Χρον. Πασχάλ. 725. 16.
}}
{{grml
|mltxt=[[νωτοφύλαξ]], -ακος, ὁ (Μ)<br />αυτός που βρίσκεται στην [[οπισθοφυλακή]], αυτός που φυλάει τα [[νώτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νωτοφύλαξ: -ακος, ὁ, = ὀπισθοφύλαξ, ἔμειναν δὲ τῇ παρασκευῇ νωτοφύλακες καβαλλάριοι Χρον. Πασχάλ. 725. 16.

Greek Monolingual

νωτοφύλαξ, -ακος, ὁ (Μ)
αυτός που βρίσκεται στην οπισθοφυλακή, αυτός που φυλάει τα νώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + φύλαξ.