Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουσότευκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(6_18)
 
(26)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μουσότευκτος''': -ον, ὁ ὑπὸ τῶν μουσῶν ποιηθείς, [[ἄγαν]] [[εὔμορφος]], Κοσμᾶς ἐν Spic. Rom. τ. 2, σ. 214.
|lstext='''μουσότευκτος''': -ον, ὁ ὑπὸ τῶν μουσῶν ποιηθείς, [[ἄγαν]] [[εὔμορφος]], Κοσμᾶς ἐν Spic. Rom. τ. 2, σ. 214.
}}
{{grml
|mltxt=[[μουσότευκτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που κατασκευάστηκε από τις Μούσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τευκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>τευκτος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>τευκτος</i>].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μουσότευκτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν μουσῶν ποιηθείς, ἄγαν εὔμορφος, Κοσμᾶς ἐν Spic. Rom. τ. 2, σ. 214.

Greek Monolingual

μουσότευκτος, -ον (Μ)
αυτός που κατασκευάστηκε από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. θεό-τευκτος, χρυσό-τευκτος].