ξυλήριον: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(6_21)
(27)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλήριον''': τό, = [[ξυλάριον]], Φιλήμ. Λεξικ. Τεχνολ. § 116, ἴδε [[ξυλάριον]].
|lstext='''ξῠλήριον''': τό, = [[ξυλάριον]], Φιλήμ. Λεξικ. Τεχνολ. § 116, ἴδε [[ξυλάριον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλήριον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ξυλάριο]].
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 281] τό, = ξυλάριον, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλήριον: τό, = ξυλάριον, Φιλήμ. Λεξικ. Τεχνολ. § 116, ἴδε ξυλάριον.

Greek Monolingual

ξυλήριον, τὸ (Α)
βλ. ξυλάριο.