μπουρλοτιέρης: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(26)
(No difference)

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που διευθύνει μπουρλότο, ο πυρπολητής
2. (κατ' επέκτ.) εμπρηστής
3. μτφ. άνθρωπος ριψοκίνδυνος, που διακινδυνεύει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπουρλότο + κατάλ. -ιέρης < ιταλ. κατάλ. -iere (πρβλ. κανον-ιέρης, τιμον-ιέρης)].