Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
(26) |
(No difference)
|
μυόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει χρώμα ποντικού, τεφρόχρωμος, σταχτής, ποντικόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + χρόος / χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδό-χρους)].