μυόχρους

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυόχρους Medium diacritics: μυόχρους Low diacritics: μυόχρους Capitals: ΜΥΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: myóchrous Transliteration B: myochrous Transliteration C: myochrous Beta Code: muo/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for μυόχροος.

Greek Monolingual

μυόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει χρώμα ποντικού, τεφρόχρωμος, σταχτής, ποντικόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + χρόος / χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδόχρους)].