μυοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(6_7)
 
(26)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς μῦν, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 59.
|lstext='''μυοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς μῦν, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 59.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Μ [[μυοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με μυ, αυτός που εμφανίζει [[δομή]] μυός και που μπορεί να συσπάται σαν μυς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μυοειδής]] όγκος» — όγκος που αποτελείται από λείο μυϊκό ιστό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «όργανο του σώματος» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μυοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μῦν, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 59.

Greek Monolingual

-ές (Μ μυοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με μυ, αυτός που εμφανίζει δομή μυός και που μπορεί να συσπάται σαν μυς
νεοελλ.
φρ. «μυοειδής όγκος» — όγκος που αποτελείται από λείο μυϊκό ιστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «όργανο του σώματος» + -ειδής].