μυοειδής
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek (Liddell-Scott)
μυοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μῦν, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 59.
Greek Monolingual
-ές (Μ μυοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με μυ, αυτός που εμφανίζει δομή μυός και που μπορεί να συσπάται σαν μυς
νεοελλ.
φρ. «μυοειδής όγκος» — όγκος που αποτελείται από λείο μυϊκό ιστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «όργανο του σώματος» + -ειδής].