ονοκοίτης: Difference between revisions
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(29) |
(No difference)
|
Revision as of 12:01, 29 September 2017
Greek Monolingual
ὀνοκοίτης, ὁ (Α)
(ως χλευαστική προσωνυμία που δόθηκε από τους Εθνικούς στον Ιησού Χριστό) αυτός που κείται σε φάτνη όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κοίτη (πρβλ. ανεμο-κοίτης)].