ονοκοίτης

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source

Greek Monolingual

ὀνοκοίτης, ὁ (Α)
(ως χλευαστική προσωνυμία που δόθηκε από τους Εθνικούς στον Ιησού Χριστό) αυτός που κείται σε φάτνη όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κοίτη (πρβλ. ανεμοκοίτης)].