μυκώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_7)
 
(26)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυκώδης''': -ες, [[μυξώδης]], [[ἕλκος]] μυκῶδες Ἐρωτιαν. σ. 156, [[ἔνθα]] μυκονοειδές.
|lstext='''μυκώδης''': -ες, [[μυξώδης]], [[ἕλκος]] μυκῶδες Ἐρωτιαν. σ. 156, [[ἔνθα]] μυκονοειδές.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυκώδης]], -ῶδες (Α)<br />[[μυξώδης]].
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μυκώδης: -ες, μυξώδης, ἕλκος μυκῶδες Ἐρωτιαν. σ. 156, ἔνθα μυκονοειδές.

Greek Monolingual

μυκώδης, -ῶδες (Α)
μυξώδης.