νειόθε: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(26)
(No difference)

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek Monolingual

νειόθε(ν) (Α)
επίρρ. από τον πυθμένα, από το βάθοςνειόθεν ἐκ κραδίης ἀνεστενάχιζε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. κυκλό-θεν, μυχό-θεν)].