νειόθε: Difference between revisions
From LSJ
(26) |
(No difference)
|
(26) |
(No difference)
|
νειόθε(ν) (Α)
επίρρ. από τον πυθμένα, από το βάθος («νειόθεν ἐκ κραδίης ἀνεστενάχιζε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. κυκλό-θεν, μυχό-θεν)].