νέφωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(6_21)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νέφωμα''': τό, «συννέφιασμα», Εὐστ. Θεσ. σ. 327, ἔκδ. Mi.
|lstext='''νέφωμα''': τό, «συννέφιασμα», Εὐστ. Θεσ. σ. 327, ἔκδ. Mi.
}}
{{grml
|mltxt=το (Μ [[νέφωμα]]) [[νεφούμαι]]<br />[[συννέφιασμα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νέφωμα: τό, «συννέφιασμα», Εὐστ. Θεσ. σ. 327, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

το (Μ νέφωμα) νεφούμαι
συννέφιασμα.