νέφωμα
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
νέφωμα: τό, «συννέφιασμα», Εὐστ. Θεσ. σ. 327, ἔκδ. Mi.
το (Μ νέφωμα) νεφούμαι
συννέφιασμα.