συννέφιασμα

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

το, Ν συννεφιάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συννεφιάζω, νέφωση, κάλυψη του ουρανού με σύννεφα
2. μτφ. σκυθρωπότητα, θλιμμένη έκφραση προσώπου.