νυκτίμαντις: Difference between revisions
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(6_8) |
(27) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτίμαντις''': -εως, ὁ, ἡ, = [[νυκτόμαντις]], Ἡσύχ. | |lstext='''νυκτίμαντις''': -εως, ὁ, ἡ, = [[νυκτόμαντις]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νυκτίμαντις]], ό, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νυκτόμαντις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
νυκτίμαντις: -εως, ὁ, ἡ, = νυκτόμαντις, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νυκτίμαντις, ό, ἡ (Α)
βλ. νυκτόμαντις.