νυκτίμαντις
From LSJ
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
Greek (Liddell-Scott)
νυκτίμαντις: -εως, ὁ, ἡ, = νυκτόμαντις, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νυκτίμαντις, ό, ἡ (Α)
βλ. νυκτόμαντις.
German (Pape)
ὁ, = νυκτόμαντις, Hesych.