νυκτίμαντις

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίμαντις: -εως, ὁ, ἡ, = νυκτόμαντις, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νυκτίμαντις, ό, ἡ (Α)
βλ. νυκτόμαντις.

German (Pape)

ὁ, = νυκτόμαντις, Hesych.