παλλακία: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(6_10)
(30)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''παλλακία''': ἡ, ἴδε ἐν λ. [[παλλακεία]].
|lstext='''παλλακία''': ἡ, ἴδε ἐν λ. [[παλλακεία]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[παλλακία]])<br /><b>βλ.</b> [[παλλακεία]].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 452] ἡ, = παλλακεία, ἐπὶ παλλακίᾳ δοῦναι, Is. 3, 39, nach Bekker für παλλακίδι.

Greek (Liddell-Scott)

παλλακία: ἡ, ἴδε ἐν λ. παλλακεία.

Greek Monolingual

η (Α παλλακία)
βλ. παλλακεία.