ὁλόβραχυς: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(6_15) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλόβραχυς''': ὁ, ὁ ἐκ βραχεῶν μόνον συλλαβῶν συνιστάμενος, ὁλοβράχει ὄντι τῷ πυῥῥιχίῳ Ἀνώνυμ. γραμμ. παρὰ Nauck. ἐν Λεξ. Vindob. σ. 256. | |lstext='''ὁλόβραχυς''': ὁ, ὁ ἐκ βραχεῶν μόνον συλλαβῶν συνιστάμενος, ὁλοβράχει ὄντι τῷ πυῥῥιχίῳ Ἀνώνυμ. γραμμ. παρὰ Nauck. ἐν Λεξ. Vindob. σ. 256. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁλόβραχυς]], -υ (Α)<br />αυτός που συνίσταται μόνο από βραχείες συλλαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βραχύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
υ,
A consisting only of short syllables, πυρρίχιος Anecd.Stud.1.224.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόβραχυς: ὁ, ὁ ἐκ βραχεῶν μόνον συλλαβῶν συνιστάμενος, ὁλοβράχει ὄντι τῷ πυῥῥιχίῳ Ἀνώνυμ. γραμμ. παρὰ Nauck. ἐν Λεξ. Vindob. σ. 256.
Greek Monolingual
ὁλόβραχυς, -υ (Α)
αυτός που συνίσταται μόνο από βραχείες συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + βραχύς.